- προσεκέρδανε
- προσεκέρδᾱνε , προσκερδαίνωgain in additionaor ind act 3rd sg (epic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προσκερδαίνω — Α [κερδαίνω] κερδίζω επί πλέον ή είμαι κερδισμένος με το παραπάνω (α. «ὥστ ἐκεῑνοι μὲν οἱ δανεισταὶ προσκεκερδήκασι καὶ οὐκ ἀφείκασι τούτοις οὐδέν», Δημοσθ. β. «πολλῶν δὲ καὶ ποικίλων ἡδονῶν ἀποσχόμενος προσεκέρδανε τὴν σωματικὴν ὑγίειαν καὶ τὴν… … Dictionary of Greek